θηρείᾳ — θηρείᾱͅ , θήρειος of wild beasts fem dat sg (attic doric aeolic) θηρείᾱͅ , θηρεία hunting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρεία — θηρεία, ἡ (Α) [θηρεύω] η θήρα, το κυνήγι … Dictionary of Greek
θήρεια — θήρειος of wild beasts neut nom/voc/acc pl θήρειος of wild beasts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρείαν — θηρείᾱν , θήρειος of wild beasts fem acc sg (attic doric aeolic) θηρείᾱν , θηρεία hunting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρειος — θήρειος, εία, ον και ος, ον (Α) [θηρ] 1. αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.) 2. φρ. α) «θήρειος γραφή» εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα β) «θήρειον δάκος» άγριο θηρίο, Ευρ. γ) «θήρειος βία» ο Κένταυρος, Σοφ. δ) «θήρεια κρέα»… … Dictionary of Greek
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek
θηρείαις — θήρειος of wild beasts fem dat pl θηρεία hunting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρείην — θήρειος of wild beasts fem acc sg (epic ionic) θηρεία hunting fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρείῃ — θήρειος of wild beasts fem dat sg (epic ionic) θηρεία hunting fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρείῃσι — θήρειος of wild beasts fem dat pl (epic ionic) θηρεία hunting fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)